ισόπεδος

ισόπεδος
-η, -ο
1. ομαλός, επίπεδος: Ισόπεδη επιφάνεια.
2. αυτός που η επιφάνειά του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου: Ισόπεδη διάβαση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἰσόπεδος — of even surface masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισόπεδος — η, ο (Α ἰσόπεδος ον) αυτός που έχει ομαλή, επίπεδη επιφάνεια, επίπεδος, ομαλός («χοῡν ποιέων τῇ ἄλλῃ γῃ ἰσόπεδον», Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που η επιφάνεια του βρίσκεται στο ίδιο ύψος με την επιφάνεια άλλου 2. φρ. «ισόπεδη διάβαση» διασταύρωση δύο …   Dictionary of Greek

  • ἰσοπέδους — ἰσόπεδος of even surface masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσόπεδοι — ἰσόπεδος of even surface masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανισόπεδος — η, ο κ. ανισόπεδος, ο ο μη ισόπεδος, αυτός που δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ισόπεδος. Η λ. μαρτυρείται στον καθηγητή και συγγραφέα Αλέξανδρο Ραγκαβή (1809 1892)] …   Dictionary of Greek

  • ἰσόπεδον — level ground neut nom/voc/acc sg ἰσόπεδος of even surface masc/fem acc sg ἰσόπεδος of even surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπεδος — η, ο (AM επίπεδος, ον) αυτός που έχει ομαλή επιφάνεια, χωρίς εσοχές ή προεξοχές, πεδινός, ομαλός («γεώδης δ’ ἧν πᾱσα καὶ πλὴν ὁλίγων ἐπίπεδος ἄνωθεν», Πλάτ.) νεοελλ. 1. (γεωμ.) «επίπεδη επιφάνεια» η επιφάνεια πάνω στην οποία προς οποιαδήποτε… …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισοπεδής — ἰσοπεδής, ές (Α) ἰσόπεδος* …   Dictionary of Greek

  • ισοπεδώνω — 1. κάνω κάτι ισόπεδο, καθιστώ μια επιφάνεια ομαλή 2. μτφ. 1. καταργώ τις διαφορές και διακρίσεις που υπάρχουν, εξομοιώνω, εξισώνω 2. κατεδαφίζω, γκρεμίζω, καταστρέφω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόπεδος. Η λ. στον λόγιο τ. ίσοπεδόω ῶ μαρτυρείται από το 1856… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”